τρεμουλιάζω

τρεμουλιάζω
τρεμούλιασα και τρεμούλιαξα, τρεμουλιασμένος
1. αμτβ., έχω τρεμούλα, σιγοτρέμω, αισθάνομαι ανατριχίλα: Όταν γρατσουνίζεις, τρεμουλιάζω.
2. τρέμω από φόβο: Στη φουρτούνα οι επιβάτισσες τρεμουλιάζουν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρεμουλιάζω — τρεμουλιάζω, τρεμούλιασα βλ. πίν. 35 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τρεμουλιάζω — Ν [τρεμούλα] 1. τρέμω από φόβο, από κρύο, από αδυναμία ή από πυρετό 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τρεμουλιασμένος, η, ο τρεμουλιάρης, τρεμουλιάρικος …   Dictionary of Greek

  • τρεμουλιασμένος — η, ο βλ. τρεμουλιάζω …   Dictionary of Greek

  • τρεμουλιαστός — και τρεμουλιαχτός, ή, ό, Ν [τρεμουλιάζω] αυτός που τρέμει, τρομώδης, τρεμουλιάρης …   Dictionary of Greek

  • τρεμούλιασμα — το, Ν [τρεμουλιάζω] 1. τρομώδης κίνηση, κατάσταση κατά την οποία γίγονται συνεχείς παλμικές κινήσεις, τρεμούλα 2. ρίγος, ανατριχίλα 3. μεγάλος φόβος, τρόμος …   Dictionary of Greek

  • υποτρέμω — ὑποτρέμω ΝΜΑ [τρέμω] τρέμω λίγο, σιγοτρέμω, τρεμουλιάζω …   Dictionary of Greek

  • υποτρομάζω — Α [τρομάζω] σιγοτρέμω, τρεμουλιάζω …   Dictionary of Greek

  • φέβομαι — Α (ποιητ. τ.) τρέπομαι σε φυγή, φεύγω φοβισμένος («μένον ἔμπεδον οὐδ ἐφέβοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. ρ. το οποίο απαντά μόνο στον ενεστ. και στον παρατατικό, ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhēgw «φεύγω μακριά από κάτι» και… …   Dictionary of Greek

  • φρίττω — και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α [φρίξ, φρικός] 1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά 2. (κατ επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζω («πεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.) 3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση… …   Dictionary of Greek

  • φρικιώ — φρικιῶ, άω, ΝΜΑ ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω νεοελλ. 1. αισθάνομαι φρίκη 2. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ελαφρά κύμανση υδάτινης επιφάνειας, ανατρίχιασμα, ρίγος» + κατάλ. ιῶ / ιάω, δηλωτική ασθένειας ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”