τρεμουλιάζω — τρεμουλιάζω, τρεμούλιασα βλ. πίν. 35 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τρεμουλιάζω — Ν [τρεμούλα] 1. τρέμω από φόβο, από κρύο, από αδυναμία ή από πυρετό 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τρεμουλιασμένος, η, ο τρεμουλιάρης, τρεμουλιάρικος … Dictionary of Greek
τρεμουλιασμένος — η, ο βλ. τρεμουλιάζω … Dictionary of Greek
τρεμουλιαστός — και τρεμουλιαχτός, ή, ό, Ν [τρεμουλιάζω] αυτός που τρέμει, τρομώδης, τρεμουλιάρης … Dictionary of Greek
τρεμούλιασμα — το, Ν [τρεμουλιάζω] 1. τρομώδης κίνηση, κατάσταση κατά την οποία γίγονται συνεχείς παλμικές κινήσεις, τρεμούλα 2. ρίγος, ανατριχίλα 3. μεγάλος φόβος, τρόμος … Dictionary of Greek
υποτρέμω — ὑποτρέμω ΝΜΑ [τρέμω] τρέμω λίγο, σιγοτρέμω, τρεμουλιάζω … Dictionary of Greek
υποτρομάζω — Α [τρομάζω] σιγοτρέμω, τρεμουλιάζω … Dictionary of Greek
φέβομαι — Α (ποιητ. τ.) τρέπομαι σε φυγή, φεύγω φοβισμένος («μένον ἔμπεδον οὐδ ἐφέβοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. ρ. το οποίο απαντά μόνο στον ενεστ. και στον παρατατικό, ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhēgw «φεύγω μακριά από κάτι» και… … Dictionary of Greek
φρίττω — και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α [φρίξ, φρικός] 1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά 2. (κατ επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζω («πεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.) 3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση… … Dictionary of Greek
φρικιώ — φρικιῶ, άω, ΝΜΑ ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω νεοελλ. 1. αισθάνομαι φρίκη 2. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ελαφρά κύμανση υδάτινης επιφάνειας, ανατρίχιασμα, ρίγος» + κατάλ. ιῶ / ιάω, δηλωτική ασθένειας ή… … Dictionary of Greek